σκανταλιάρικος

σκανταλιάρικος
και σκανδαλιάρικος, -η, -ο, Ν [σκανταλιάρης / σκανδαλιάρης]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκανταλιάρη.
επίρρ...
σκανταλιάρικα Ν
με σκανταλιάρικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλιάρικος — η, ο, Ν βλ. σκανταλιάρικος …   Dictionary of Greek

  • τρελός — ή, ό επίρρ. ά 1. παράφρονας, φρενοβλαβής, ψυχοπαθής. 2. μτφ., απερίσκεπτος, ανόητος: Τρελά καμώματα. 3. πολύ άστατος, σκανταλιάρικος: Τρελό παιδί. 4. αυτός που ποθεί κάτι ως την τρέλα: Είναι τρελός γι αυτή. 5. στο σκάκι ο «αξιωματικός» που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”